- κατακτώ
- 1) capter2) conquérir3) vaincre
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κατακτώ — κατακτάω / κατακτώ (παρατατ. ούσα), κατέκτησα και κατάκτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατακτώ — (Α κατακτώμαι, άομαι) 1. αποκτώ κάτι με κόπους και προσπάθειες ή με την ικανότητά μου (α. «κατέκτησε με αγώνες την εξουσία» β. «ἀρετὴν κατακτώμενοι», Θουκ.) 2. προσελκύω προς το μέρος μου, κερδίζω την εύνοια κάποιου (α. «τόν κατέκτησε με τον… … Dictionary of Greek
κατακτώ — ησα, ήθηκα, κατακτημένος, η, ο 1. καταλαμβάνω κάτι με πόλεμο, κυριεύω. 2. μτφ., πετυχαίνω κάτι ύστερα από προσπάθειες ή με την ικανότητά μου: Θα κατακτήσει σίγουρα τη δόξα. 3. έχω ερωτικές επιτυχίες, είμαι καρδιοκατακτητής: Πού θα μου πάει, θα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακατακτώ — ( άω) κατακτώ ξανά ό,τι είχα κατακτήσει και προηγουμένως και τό είχα χάσει στο μεταξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεωτ. λόγ. σύνθετο < ανα * + κατακτώ] … Dictionary of Greek
ακατάκτητος — η, ο και ακατάχτητος [κατακτώ] 1. όποιος δεν έχει ή δεν μπορεί να κατακτηθεί 2. (για γυναίκα) που δεν μπορεί να κατακτηθεί, να υποταχθεί στις επιθυμίες κάποιου … Dictionary of Greek
αποκερδαίνω — (Α ἀποκερδαίνω) έχω κέρδος, απολαμβάνω μσν. νεοελλ. κατακτώ, αποκτώ … Dictionary of Greek
εξανύω — ἐξανύω και αττ. τ. ἐξανύτω (Α) 1. φέρω σε πέρας, επιτελώ, ολοκληρώνω («θεῶν θέσμι ἐξήνυσε», Σοφ.) 2. αποτελειώνω, φονεύω, ξεμπερδεύω («ἧ θὴν σ ἐξανύω γε καὶ ὕστερον ἀντιβολήσας», Ομ. Ιλ.) 3. κυριεύω, κατακτώ 4. (για τοπ. ή χρον. διάστημα) διανύω… … Dictionary of Greek
επικρατώ — (AM ἐπικρατῶ, έω) [κρατώ] 1. επιβάλλομαι, υπερτερώ, νικώ («τῶν δὲ ἐχθρῶν πλέον ἐπικρατήσετε», Λυσ.) 2. (για καταστάσεις, έννοιες, διαθέσεις κ.λπ.) υπερισχύω, κυριαρχώ, υπερέχω («επικράτησε η σύνεση») 3. (για λόγους, θεωρίες, τάσεις κ.λπ.) είμαι… … Dictionary of Greek
καλοκερδαίνω — (Μ) κάνω κάποιον δικό μου, κερδίζω, κατακτώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + κερδαίνω «κερδίζω»] … Dictionary of Greek
κατακτεατίζομαι — (Α) κατακτώ, αποκτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κτεατίζομαι «αποκτώ, κερδίζω»] … Dictionary of Greek
κατακτητής — ο, θηλ. κατακτήτρια 1. αυτός που κατακτά, αυτός που κάνει κάτι δικό του με τη βία («οι κατακτητές λυμαίνονται τη χώρα») 2. αυτός που έχει ερωτικές επιτυχίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακτῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Νικόλαο Σπηλιάδη] … Dictionary of Greek